- βρομοδουλειά
- η1. ανήθικη πράξη2. ύποπτη υπόθεση με σκοτεινούς σκοπούς και ανήθικα μέσα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρομοδουλειά — η υπόθεση ή πράξη ανήθικη και ύποπτη: Ποτέ δεν ξέρεις τι κάνει, γιατί είναι μπλεγμένος σε βρομοδουλειές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βρόμα — η 1. κακοσμία, δυσωδία 2. ακαθαρσία 3. (για γυναίκα) ανήθικη, πόρνη 4. (για άντρα) αισχρός, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρομώ (Ι), με υποχωρητικό σχηματισμό ή < αρχ. βρώμα «δυσώδης φαγέδαινα του στόματος». Περισσότερα για την ετυμολογία και τη… … Dictionary of Greek
σκατοδουλειά — η, Ν 1. δουλειά ελεεινή, πολύ κουραστική και κακοπληρωμένη, παλιοδουλειά 2. ύπουλη και επιλήψιμη ενέργεια, βρομοδουλειά, κατεργαριά («τήν έκανε πάλι τη σκατοδουλειά του») … Dictionary of Greek
αξεσκέπαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν ξεσκεπάστηκε, δεν αποκαλύφτηκε: Καμιά βρομοδουλειά δεν έμεινε για πάντα αξεσκέπαστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεσκαλώνω — ξεσκάλωσα, ξεσκαλώθηκα, ξεσκαλωμένος, 1. μτβ., αποδεσμεύω κάτι που σκάλωσε, ελευθερώνω, ξεμπλέκω: Ξεσκάλωσε από το καρφί το παλτό και το φόρεσε. 2. αμτβ., ξεφεύγω από δύσκολη θέση: Πρέπει να ξεσκαλώσω απ αυτή τη βρομοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τερατούργημα — το, ατος 1. έργο τερατώδες, κακοτέχνημα: Αυτή η ζωγραφιά είναι τερατούργημα. 2. πράξη ανήθικη, βρομοδουλειά: Η κλοπή είναι τερατούργημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)